ὕπαμμος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύφαμμος — και ὕπαμμος, ον, Α αυτός που έχει αμμώδη πυθμένα ή ο αναμεμιγμένος με άμμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἄμμος / ἅμμος (πρβλ. ἔφ αμμος)] … Dictionary of Greek